- ρύγχωψ
- (rhynchops). Γένος χαραδριόμορφων πτηνών, της οικογένειας των λαριδών. Ζει κοντά στις θάλασσες και στις λίμνες των θερμών περιοχών. Είναι πουλιά μεγάλα, με μακρύ ράμφος και το πάνω σαγόνι μικρότερο σε μήκος από το κάτω. Τα πουλιά αυτά έχουν διχαλωτή ουρά και στα δάχτυλά τους νηκτικές μεμβράνες.
* * *ο, Νζωολ. γένος υδρόβιων λαυρόμορφων πτηνών τής οικογένειας ρυγχωπίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. Rhynchops].
Dictionary of Greek. 2013.